- ένθρονος
- ἔνθρονος, -ον (AM) [θρόνος]αυτός που βρίσκεται ή κάθεται στον θρόνομσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔνθρονονο θρόνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δέηση — η (AM δέησις) προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό (α. «Σάρρα, άμε, κάμε προσευκή, δέηση στο Θεό μας», Θυσ. Αβραάμ β. «δέησιν ποιεῑσθαι», ΚΔ) αρχ. μσν. η παράκληση, το να παρακαλεί κάποιος για κάτι μσν. 1. το «τρίμορφον» παράσταση στην… … Dictionary of Greek
ενθρονίζω — και ενθρονιάζω (AM ἐνθρονίζω) [ένθρονος] 1. (για ηγεμόνες ή επισκόπους) εγκαθιστώ κάποιον ηγεμόνα, ανεβάζω στον θρόνο 2. μέσ. ενθρονίζομαι θρονιάζομαι, εγκαθίσταμαι και παραμένω κάπου απρόσκλητος παριστάνοντας τον αρχηγό μσν. 1. καθαγιάζω,… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εκκλησιαστικό Εκατονταπυλιανής Πάρου — Η εκκλησία της Εκατονταπυλιανής (ονομασία που πήρε από τις εκατό πύλες που, σύμφωνα με την παράδοση, είχε) ή Καταπολιανής (που σημαίνει κατά την πόλη, δηλαδή προς το μέρος της αρχαίας πόλης) θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εκκλησιαστικό Ιεράς Μονής Παναγίας Προυσιώτισσας — Στη Μονή Προυσού, που βρίσκεται 41 χλμ. νοτιοδυτικά του Καρπενησίου, διασώθηκε και εκτίθεται στο σκευοφυλάκιό της μία πλούσια συλλογή εκκλησιαστικών κειμηλίων, μέσα από τα οποία μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τη μακραίωνη ιστορία της. Σύμφωνα με … Dictionary of Greek
Σέραπις ή Σάραπις — Ελληνοαιγυπτιακή θεότητα, η συγκρητιστική λατρεία της οποίας εγκαθιδρύθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους από τον Πτολεμαίο A’ τον Σωτήρα (4ος αι. π.Χ.), ο οποίος, σύμφωνα με τον θρύλο, έλαβε στον ύπνο του τη σχετική διαταγή από τον θεό της… … Dictionary of Greek